- στομίδας
- στομίςfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… … Dictionary of Greek
φορέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που μεταφέρει κάτι, που μεταδίνει κάτι: Φορέας μικροβίων. 2. κατασκευή που διευκολύνει την υποδοχή και μεταφορά φορτίων (σιδηροδρομικές ράγες, επίπεδα με κλίση κτλ.). 3. καθένα από τα τμήματα των ούλων που βρίσκονται από τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)